απάτωρ

απάτωρ
ἀπάτωρ (-ορος), ο (AM) [πατήρ]
1. ο χωρίς πατέρα, ο ορφανός από πατέρα
2. (για θεότητες) χωρίς πατέρα, αυτογέννητος
«αὐτοπάτωρ, ἀπάτωρ» (Ορφικά), «ἀπάτωρ, ἀμήτωρ» (Νόννος)
3. (για τον Χριστό) «ἀπάτωρ κάτω, ἀμήτωρ ἄνω» — χωρίς επίγειο πατέρα, χωρίς μητέρα στον ουρανό
4. ο νόθος, ο «αγνώστου πατρός»
αρχ.
εκείνος που έχει αποκηρυχθεί από τον πατέρα του, αυτός τον οποίο ο πατέρας δεν θεωρεί πλέον παιδί του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἁπάτωρ — ἀπάτωρ , ἀπάτωρ without father masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπάτωρ — without father masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀπάτωρ — ἀπάτωρ , ἀπάτωρ without father masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπατόρων — ἀπάτωρ without father masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπάτορα — ἀπάτωρ without father masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπάτορας — ἀπάτωρ without father masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπάτορες — ἀπάτωρ without father masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπάτορι — ἀπάτωρ without father masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπάτορος — ἀπάτωρ without father masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπάτορ' — ἀπάτορα , ἀπάτωρ without father masc/fem acc sg ἀπάτορι , ἀπάτωρ without father masc/fem dat sg ἀπάτορε , ἀπάτωρ without father masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”